διψολογώ

διψολογώ
1. διψώ συνεχώς, υποφέρω από δίψα
2. (για γη) είμαι κατάξερος, έχω ανάγκη ποτίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίψα + -λογώ < λόγος (πρβλ. δροσολογώ, μπεκρολογώ, τσιμπολογώ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”